- λακτοφλαβίνη
- η(βιοχ.) άλλη ονομασία τής ριβοφλαβίνης ή βιταμίνης Β12.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lactoflavin < lact- (< λατ. lac, -tis «γάλα») + flavin (< flav- < λατ. flavus «ξανθός» + κατάλ. -in)].
Dictionary of Greek. 2013.